- ὀπτήτειρα
- ὀπτ-ήτειρα, ἡ,A one who roasts,
κάμινος Call.Fr.475
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάμινος Call.Fr.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπτήτειρα — ὀπτήτειρα, ἡ (Α) (σχετικά με κάμινο) αυτή που ψήνει («ὀπτήτειρα κάμινος», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτῶ «ψήνω» + επίθημα τειρα, θηλ. τού τήρ (πρβλ. κοσμή τειρα, ορμή τειρα)] … Dictionary of Greek
ὀπτήτειρα — one who roasts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)